Glossary entry (derived from question below)
Greek term or phrase:
διασταλτικά
English translation:
broadly / in broad and general terms
Added to glossary by
Kyriacos Georghiou
Sep 18, 2011 15:19
12 yrs ago
2 viewers *
Greek term
διαστακτικά
Greek to English
Law/Patents
Law (general)
... ο οποίος υπέπεσε σε σειρά αντιφάσεων και κατέθε διαστακτικά και γενικά.
Proposed translations
(English)
4 +2 | broadly / in broad and general terms | Kyriacos Georghiou |
Change log
Sep 21, 2011 14:12: Kyriacos Georghiou Created KOG entry
Proposed translations
+2
1 hr
Selected
broadly / in broad and general terms
I think it's a typo and the word is "διασταλτικά"
διασταλτικός -ή -ό [δiastaltikós] Ε1 : α. που μπορεί να διασταλεί ή να προκαλέσει διαστολή. ANT συσταλτικόςα: H διασταλτική ιδιότητα της θερμότητας. β. (νομ.) Διασταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που επεκτείνει την έννοια του νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου, αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του.
[λόγ. < ελνστ. διασταλτικός `διαστολικός΄, σημδ.: α: γαλλ. dilatant· β: αγγλ.(;) broad interpretation]
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/le...
διασταλτικός -ή -ό [δiastaltikós] Ε1 : α. που μπορεί να διασταλεί ή να προκαλέσει διαστολή. ANT συσταλτικόςα: H διασταλτική ιδιότητα της θερμότητας. β. (νομ.) Διασταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που επεκτείνει την έννοια του νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου, αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του.
[λόγ. < ελνστ. διασταλτικός `διαστολικός΄, σημδ.: α: γαλλ. dilatant· β: αγγλ.(;) broad interpretation]
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/le...
4 KudoZ points awarded for this answer.
Something went wrong...